Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

κι αυτή τη χρονιά

Στοιβαγμένοι
πάνω σε ένα "φοβάμαι"
ξορκίζοντας μια σιωπή,
-κοντά σαράντα χρόνων-
με χειροφιλήματα
στον κύριο βουλευτή,
τον κύριο δήμαρχο,
και τις λοιπές αρχές του τόπου,
κι αυτή τη χρονιά.
Ανακαλύπτοντας πια
πως η ποίηση
με βία ή με βιά
με στίχους
ολόκληρους
ή μισούς
συνεπαίρνει πολλούς,
αισθαντικά τους αφυπνίζει,
-αρκεί να απαγγέλλεται στις επετείους
και μόνο-.

Τις καθημερινές
ακόμη μας συγκινούν
οι καθαρές ιδέες,
οι επαναστατημένες λέξεις,
τα δελτία ειδήσεων.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Media Vox




Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον // στο απέναντι παράθυρο // τρεις αγγέλους. Τους ζωγραφίζει ο Αντρέι Ρουμπλιώφ. Τους φιλοξενεί με φωτοστέφανο ο Ταρκόφσκι. Τραγουδά μαζί τους. Καταβασίες ιαμβικές. // την Ὠδὴ θ'.
Αχ! να γινόμουνα λουλούδι
και πεταλούδα για μια μέρα,
ελεύθερος σαν το σπουργίτη
να με σκοτώνουν στον αγέρα.[1]
// κάτω ο δρόμος φωνάζει κόκκινος // ἐξ ὄρους ὁ αἰνετὸς κατασκίου δασέος ἦλθες στη γειτονιά των ξένων // εκεί μόνο εκεί ανοίγουν τις πόρτες // πρὸς φῶς // ἐκ νυκτὸς // εγώ, εσύ, εμείς, αυτοί ή μήπως εγώ, εσύ, εμείς, αυτοί; // επιδοτούμενα ιδεολογήματα // ανεπίδοτες ελπίδες // με χρυσόσκονη αποκοιμίζουν τον φόβο // με τηλεκατευθυνόμενες ευχές. // Παπαδιαμάντης σε συσκευασία δώρου - για παιδιά // για τα παιδιά πᾶσα ἡ γῆ // καὶ ἐν εὐφροσύνῃ // ταξίδι μακρυνό εντός // τὸ σπήλαιον // του πλοίου είναι η σκιά ή του λιμανιού; // φθαρμένες σκιές // ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος // χρόνια πολλά ή καλές γιορτές; //πυρὸς ἀπειλὴν // ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς // είναι Χριστούγεννα ή media vox;



[1] στίχοι του Ξενοφώντα Φιλέρη

Το Media Vox γράφτηκε ένα απόγευμα παραμονές Χριστουγέννων διαβαίνοντας πάνω – κάτω στα στενά δρομάκια της προσφυγικής Νέας Ιωνίας. Φιλοξενήθηκε στο αφιέρωμα της εφημερίδας «Αυγή» με τίτλο: «Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου». Η ιδέα ανήκει στον Βιβλιοθηκάριο.

Στο φύλλο των Χριστουγέννων συμμετείχαμε από μια μεγάλη παρέα 6 ιστολόγοι και οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν την Πρωτοχρονιά.
Στο αφιέρωμα συμμετέχουν οι:


(η λίστα θα ενημερώνεται, καθώς οι αναρτήσεις ανεβαίνουν, σήμερα και τις μέρες μετά την Πρωτοχρονιά) 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Για να κάνεις λοιπόν καλή παστουρμαδόπιτα



Όταν κατέβαινα στην Αθήνα, θυμάμαι πάντα η τελευταία βόλτα ήταν στην Ευριπίδου με ένα σακίδιο στην πλάτη βαρύ και ασήκωτο καθότι τα καλά βιβλία στην επαρχία τα παραγγέλνεις, αλλά τις ευκαιρίες πρέπει να κατέβεις "κάτω" για να τις βρεις και να μη διστάσεις να τις αρπάξεις εκείνη τη στιγμή, είτε πρόκειται για βιβλία ή για καλό παστουρμά. Πάντα ανάμεσα στα βιβλία ήξερα που να φτιάξω μια γωνιά να φιλοξενηθεί ο παστουρμάς και τα σουτζούκια. Α, τα ταξίδια και τα βιβλία ή θα έχουν μυρωδιές ή δεν είναι ταξίδια και βιβλία.

Μέχρι που μια Κυριακή μεσημέρι σε ένα τραπέζι στη μάνα μου γνωρίσαμε την Αγαθή από τη Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμενη του αδερφού, κι αυτή μας μίλησε για τον Μπαντάκ από την Ξάνθη και μας μύησε σε μια νέα μεγάλη ιδέα κι ένα όραμα. 
Παστουρμάς, σουτζούκια και καβουρμάς μετά από δυο μέρες έκαναν δυο σπίτια να μοσχοβολάν.
Ο αδερφός δεν κρατήθηκε και αποκεφάλισε τον παστουρμά. Με αυγά. Ο καβουρμάς τιμήθηκε στο καφενείο της Λίτσας και κάτι υπόλοιπα δοκιμάζοντας τις φετινές παραγωγές σε τσίπουρο.
Ο υπόλοιπος παστουρμάς θλιμμένος για κάποιες μέρες στο ψυγείο μας, αν και τον είχαμε τιμήσει τσιγαρίζοντας με δαύτον μακαρονάκι κοφτό. Όταν η Δήμητρα άρχισε να ανοιγοκλείνει το ψυγείο και να του ρίχνει συνέχεια κλεφτές ματιές με υπονοούμενα, ο Γιάννης να βάζει την καρέκλα και να τον παίρνει αγκαλιά, κατάλαβα πως ήλθε η μεγάλη στιγμή της παστουρμαδόπιτας. Το κατάλαβαν κι αυτοί μόλις με είδαν να γυρνώ σπίτι με τα απαραίτητα.

Για να κάνεις λοιπόν καλή παστουρμαδόπιτα, θέλει καταρχήν καλά λαϊκά στο ράδιο, εκεί μετά τους 106, όλο και κάτι θα' βρεις.
Πρώτα θα βάλεις ένα τσιπουράκι για να πιεις καθώς ξεκινάς στην υγειά των φίλων μ' αυτούς που θα μοιραστείς την πίτα.

το τσίπουρο να 'ναι ντόπιο και να βγάλεις κι από το τουρσί που έκανες να δοκιμάσεις. Είναι καλό για να το τρατάρεις και μετά ή όχι;


Και να βάλεις τον παστουρμά να ανασάνει λίγο και να μοσχοβολήσει πριν ξεκινήσεις.


Τον ξετυλίγεις προσεκτικά και κόβεις τόσο όσο θα σου χρειαστεί και να περισσεύει ένα κομματάκι για να πιεις το τσιπουράκι.

Να πάρεις μετά καλό μαχαίρι, κοφτερό και μαυρομάνικο. Δίπλα να βάλεις κι ένα άλλο. Τα μαχαίρια πρέπει πάντα να 'χουν παρέα. Το 'να να λέει στο άλλο τις ιστορίες του.




Μετά να τον κόψεις ψιλές ψιλές φετούλες με υπομονή κι επιμονή. Προσεκτικά θα τον καθαρίσεις από το τσιμένι να μην τον πληγώσεις, έτσι και να τον ψιλοκόψεις. Όποιος βιάζεται μπορεί και να μη σκοντάφτει πάντα, αλλά παστουρμά δε θα καταφέρει να κόψει.
Το κομματάκι που ξεχώρισες περιμένει να κάνει παρέα με ένα ακόμα τσιπουράκι. Α, κι αυτό να είναι σκέτο για να καταλάβεις τι θείο δώρο βγαίνει από το τσάμπουρο το παραμελημένο. Μήπως κι ο παστουρμάς δεν είναι κάπως παραμελημένος; άκου εκεί, εγώ δεν τρώω για να μη μυρίζω. Την σκορδαλιά και τον παστουρμά, πάντα να τα μοιράζεσαι με καλή παρέα. [Κι όποιος δεν τρώει από δαύτα, γιατί τάχα του βρωμάν, ας πάει αλλού, εκεί που πίνουν φρεντοτσίνα κι ορέγονται τα σούσια και τα τέτοια μούσια. Ε, μα πια.].


Ήρθε η ώρα η καλή για να στρώσεις την πίτα. Βούτυρο θέλει γίδινο, κι αν δεν έχεις δεν πειράζει, καλό είναι και το αγελαδινό. Χαϊδεύεις το ταψάκι με βουτυράκι και στρώνεις τα πρώτα δυο φύλλα. Λίγο κύμινο να ρίξεις, να αρωματίσεις την κάτω στρώση. Είδες πως είναι να κοιμάσαι πάνω σε πεντακάθαρα σεντόνια που μοσχοβολάνε; έτσι να σκέφτεσαι και για κάθε φαγητό κι όλα όσα τυλίγεις σε φύλλο. 
Πολλές φορές μου λέει η μάνα μου, "θα φτιάξω κι εγώ", αλλά εκείνη είναι μαστόρισσα στις χορτόπιτες και τις τυρόπιτες, α, κι άλλες πίτες, αλλά γιαυτές θα τα πούμε μια άλλη φορά.


Θέλει και δυο τυριά, ένα μαλακό κι ένα πιο σκληρό. Ένα γλυκό κι ένα πιπεράτο. Δε θα σου πω τι να βάλεις, βάλε ό,τι θες κι ό,τι σου αρέσει. Το καλό τυρί για να το βρεις, θέλει να ψάξεις και να το γευτείς πριν το αγοράσεις. Αλλά να ξέρεις και πως να γεύεσαι τυριά. Δε θα σου πω τι βάζω. Αυτό θα είναι μυστικό. Θα σου πω μόνο πως μου αρέσει ο μπάτζιος, όπως κι η φέτα η πρόβεια της θειάς μου της Αφροδίτης και το γιδοτύρι της θειάς μου της Ανάστως. Ψάξε και θα βρεις ποιο τυρί θα σου αρέσει. Μόνο κι αυτό όταν το βρεις, να μη βιαστείς. Να το αφήσεις να γίνει ζεστό όσο το χέρι σου και μετά να το τρίψεις. Και πάλι θα κρατήσεις ένα κομματάκι από το καθένα μεζεδάκι με το τσιπουράκι.




Θα το σκεπάσεις καλά, θα ρίξεις λίγο πιπεράκι, μαύρο και μυρωδάτο και μετά από πάνω θα βάλεις το άλλο, το πιο σκληρό. Μόνο που σ' αυτό να ρίξεις λίγο κύμινο παραπάνω.



Ήρθε η ώρα να βρει τη θέση του κι ο παστουρμάς. Τίποτε δε θα πετάς όπως να 'ναι στο ταψάκι. Αλλουνού αρέσει η μέση, αλλουνού η άκρη. Όλοι πρέπει να τον γευτούν.



Από πάνω πάλι να βάλεις φύλλο και τυράκι μαλακό με κύμινο μπόλικο και λίγο πιπεράκι. Μην τα φοβάσαι τα μπαχαρικά. Μοσχοβολά η κουζίνα κι η γειτονιά με τούτα κι ανοίγει η καρδιά σου και έρχονται πάντα καλές θύμησες στο νου. Και στενάχωρες να 'ρθούν, καλές γίνονται και πάλι.



Ντοματούλες σαν είναι η εποχή τους, να είναι ώριμες και ζουμερές μια θα κόψεις μια θα τρίψεις. Κι αν δεν είναι εποχή τους καλύτερα κονσέρβα παρά εκείνες τις πλαστικές, τετράγωνες θα μας τις βγάλουν σε λίγο όπως πάνε. Αλάτι και λίγη ζάχαρη τώρα να νοστιμέψει κι αυτή η στρώση, πάνω σε δυο φύλλα όμως γιατί να πιούνε όσο ζουμί περισσέψει.



Θα τις σκεπάσεις καλά με ένα φύλλο, λίγο βουτυράκι και λίγο κύμινο ξανά κι ένα ακόμα φύλλο από πάνω.



Τις άκρες να μαζέψεις καλά και να τις βάλεις μέσα. Όμορφο στεφάνι να πλεχτεί. Βούτυρο και κύμινο να ρίξεις πάλι. Άμα έχεις και σουσάμι κι άμα δεν έχεις δεν πειράζει. Αλλά αν θα ρίξεις καμιά φορά να μην ξεχάσεις να το καβουρδίσεις λίγο, έτσι να πάρει κι αυτό λίγη περίσσια νοστιμάδα.



Όσο να ψηθεί σε φούρνο πάνω-κάτω [και για θερμοκρασίες και ώρες μη ρωτάς. Όλα αυτά τα μετράς με το μάτι και τις μυρωδιές] φτιάξε καφεδάκι, τώρα ελληνικό ή πως αλλιώς να το πω δεν ξέρω, αλλά κατάλαβες νομίζω, και σε φλυτζάνι όμορφο λεπτό να το βάλεις. Με λουκουμάκι τριαντάφυλλο ή με γλυκό καρυδάκι να καθίσεις να τον απολαύσεις. 

Πάρε και σκέψου τώρα με ποιους θα την μοιραστείς και μην ξεχάσεις κάποιον. Μέχρι να βγει προλαβαίνεις να ειδοποιήσεις φίλους καλούς και φίλους ξεχασμένους.




Αφιερωμένο στον Κώστα Ζαφείρη και τον Τσαλαπετεινό. 
Τους το 'χα τάξει εδώ και καιρό.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Ποιος ίδρυσε το παζάρι στο Μοσχολούρι;

[Αναδημοσίευση από άρθρο μου 
στην εφημερίδα "Η Άρνη", τ.50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος-Νοέμβριος 2013,
 την οποία εκδίδει ο Μορφωτικός Σύλλογος Μοσχολουρίου]

Στο διάστημα 1667-70 ο φημισμένος Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί επισκέφτηκε τον Ελλαδικό χώρο και καταγράφει τις εντυπώσεις στον όγδοο τόμο του έργου του. Σημειώνει ό,τι θεωρεί αξιοθαύμαστο και περίεργο, παραθέτει πληροφορίες όπως τις ακούει και μέσα από την δικιά του οπτική αντίληψη. Συχνά παρουσιάζει τις λαϊκές παραδόσεις των κατοίκων σαν ιστορικά γεγονότα και με πολλές ανακρίβειες κάνει αναφορές στο αρχαιοελληνικό παρελθόν αναμιγνύοντας μύθους και θρύλους προσπαθώντας να μιλήσει για την ιστορία των τόπων που επισκέφτηκε.


Εικ. 1. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi)

Το 1668 βρέθηκε στη Θεσσαλία. Πριν το τέλος του ταξιδιού, κι αφού είχε επισκεφτεί κατά σειρά την Ελασσόνα, τον Τύρναβο, την Λάρισα, τον Βόλο, τον Αλμυρό και το Βελεστίνο, τα Φάρσαλα, τα Τρίκαλα, το Φανάρι και την Καρδίτσα ήρθε στο Μοσχολούρι. Ο Εβλιγιά ακολουθούσε το οδικό δίκτυο εκείνης της εποχής, αλλά η φήμη του παζαριού του ήταν φυσικά αυτή που δεν θα άφηνε αδιάφορο τον φιλομαθή ταξιδευτή.  Αφιερώνοντας ένα σημαντικό μέρος της περιγραφής του στο Μοσχολούρι παραθέτει μια αφήγηση πολύ ενδιαφέρουσα για το πως ξεκίνησε το φημισμένο παζάρι.

«κατά πως γράφουνε οι Ρωμιοί και Λατίνοι ιστορικοί, η τρανή τούτη σύναξη συνεχίζεται από τον καιρό του βασιλέα Λουκά. Ο Λουκάς μια φορά το χρόνο, ερχότανε στον τόπο, όπου γίνεται η τρανή τούτη σύναξη, και ανέβαινε σ’ έναν ψηλό λόφο φορώντας στα γένια του μαργαριτάρια, ρουμπίνια και λογιών λογιών στολίδια, ενώ τα ρούχα που φορούσε ήταν στολισμένα με κάθε λογής τρόπους. Έλεγε την αφεντιά του Θεό (άπαγε της βλασφημίας) κι έβγαζε λόγο στον λαό. Οι άνθρωποι που ‘ρχονταν απ’ όλα τα μέρη της οικουμένης, άμα βλέπανε τον Λουκά, ξεδιπλώνανε στα πόδια του τα πολύτιμα πράγματα και πεσκέσια, απ’ όσα είχανε φέρει και τον προσκυνούσανε. Να λοιπόν που από ‘κείνον τον καιρό, συνεχίζεται η τρανή τούτη σύναξη και το παζάρι»

Ο Εβλιγιά Τσελεμπί ήδη στους τίτλους των κεφαλαίων του παραθέτει, εκτός από την ονομασία του τόπου που περιγράφει, και μια ακόμη σχετική με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή την μυθική ιστορία του. Η ιστορική εξήγηση που δίνει ο Εβλιγιά στην ίδρυση του παζαριού στο Μοσχολούρι με μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δημιούργημα της φαντασίας του με πλήθος ανακρίβειες. Το πιο πιθανόν είναι ότι μεταφέρει και αναδιηγείται μια τοπική παράδοση,  που σχετίζεται με το ποιος ίδρυσε το χωριό και πότε ξεκίνησε το ξακουστό και φημισμένο παζάρι του Μοσχολουρίου.  

Ο οικισμός του Μοσχολουρίου αναφέρεται ήδη τον 15ο αιώνα σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο. Ωστόσο, η ακριβής χρονολογική τοποθέτηση της ίδρυσης του οικισμού, η προέλευση των πρώτων κάτοικων του χωριού παραμένει άγνωστη, όπως και οι λόγοι για τους οποίους επέλεξαν να εγκατασταθούν στη συγκεκριμένη θέση. Αυτοί ωστόσο έπλασαν διάφορες ιστορίες, δημιούργησαν νέους μύθους και παραδοξολογίες για να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν αυτά που έβλεπαν γύρω τους, πολύ περισσότερο για να αιτιολογήσουν το πως ρίζωσαν σε αυτά τα μέρη.  [1]
Οι πρόγονοι, η μυθολογία για τους οικήτορες και πως συνδέονται με την ίδρυση των οικισμών είναι ένα θέμα που απασχολεί και διατρέχει διαχρονικά την συλλογική λαϊκή μνήμη οδηγώντας στην δημιουργία παραδόσεων, όπου κάποιος ιστορικός πυρήνας συχνά ενυπάρχει στα ενδότερα της όποιας διήγησης. Εξάλλου, στις πολλές προφορικές παραδόσεις της περιοχής που διασώθηκαν  περιπλέκονται ιστορικά γεγονότα με μυθικές διηγήσεις και παραδοξολογίες, όπως λ.χ. για τον «βασιλιά Κιέριο» και την «βασίλισσα Άρνη».
Ο ίδιος ο Εβλιγιά αναφέρει πως αυτά που γράφει βασίζονται σε «Ρωμιούς και Λατίνους ιστορικούς» υπονοώντας προφανώς βυζαντινούς χρονογράφους και δυτικούς συγγραφείς. Αρκετά τέτοια συγγράμματα είχαν μεταφρασθεί στην αραβική και την περσική γλώσσα, ενώ είχαν συγγραφεί και διάφορες ιστορίες/χρονογραφίες που αναφέρονταν στην αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία. [2]  Επιπλέον, διάφοροι μορφωμένοι οθωμανοί είχαν επιδείξει ενδιαφέρον για την αρχαία ιστορία. [3]  Αυτή η πληροφορία δεν μπορεί να αξιολογηθεί επακριβώς για το αν και ποια ιστορικά συγγράμματα και χρονογραφίες χρησιμοποίησε για την συγκεκριμένη αφήγηση. Στο κείμενό του όμως εμφανώς αναφέρεται μια τοπική παράδοση του 17ου αιώνα.
Οι περιγραφές όμως που κάνει και η προσπάθεια να εξηγήσει τη γέννηση του παζαριού περικλείουν ένα ιστορικογεωγραφικό πυρήνα. O ψηλός λόφος - που αναφέρει- και στον οποίο ανέβαινε ο βασιλιάς Λουκάς (Leka) παραπέμπει στον λόφο που δεσπόζει πάνω από το σημερινό χωριό του Πύργου, ένα ευδιάκριτο τοπόσημο μέσα στον καρδιτσιώτικο κάμπο. Όπως σχεδόν κάθε μέρος με αρχαιολογικά κατάλοιπα ενδύεται με θρύλους και παραδόσεις, έτσι κι ο λόφος αυτός με την μακραίωνη ιστορία κατοίκησης ντύθηκε με θρύλους και διηγήσεις που δημιουργούνταν από τις συλλογικές μνήμες που επιβίωσαν στην λαϊκή μνήμη και τα ορατά σημάδια του τόπου και αντανακλώντας τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι μεταγενέστεροι το παρελθόν. Οι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος σε κάθε εποχή έρχεται σε επαφή με το παρελθόν και το ερμηνεύει μπορεί να αλλάζει σε κάθε εποχή, αλλά η επαφή με το αρχαίο παρελθόν, τους επώνυμους και ανώνυμους προγόνους πάντα ξεκινά και καταλήγει στο χώμα. Τα αρχαία κτίσματα [χαλάσματα για τότε, στοιχειωμένα ή πηγές πρόσφορες για οικοδομικό υλικό] ήταν περισσότερο ορατά σε εκείνες τις εποχές απ’ ότι σήμερα. Ένα υπερυψωμένο έξαρμα στη μέση του κάμπου με ορατά ακόμη τα ίχνη κατοίκησης σε παλιότερες εποχές είναι λογικό να εξάπτει την φαντασία των ντόπιων κατοίκων και να γεννά ερωτηματικά για τους ανθρώπους που έμεναν εκεί. Και πως μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια σημαντική πόλη της αρχαίας Θεσσαλιώτιδας με ορατά τότε τα τείχη και πιθανόν και άλλα κτίσματα.




Ο ιδρυτής του παζαριού, ο οποίος περιγράφεται ως γενειοφόρος και με πολλά στολίδια είναι μια μορφή που εύκολα συνήθως αποδίδεται σε κάποιον βασιλιά. Οι κάτοικοι της περιοχής τον έβλεπαν στην μια όψη των νομισμάτων που ξεπρόβαλαν ανάμεσα στα χώματα καθώς έρχονταν σε επαφή με τη γη οργώνοντας και όταν ακόμα η βροχή ξέπλενε τα χωράφια και τις πλαγιές. Ήδη στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. κυκλοφόρησαν τα πρώτα χάλκινα και αργυρά νομίσματα της πόλης με τη μορφή του γενειοφόρου Δία από τη μια και της Άρνης από την άλλη, κοριτσάκι να παίζει γονατιστή αστραγάλους. Μπορεί να μην θυμούνταν πια αν η μορφή του γενειοφόρου άνδρα ήταν ο Δίας ή ο Ποσειδώνας, πολύ περισσότερο  και να μην τους ξεχώριζαν, αλλά για να εικονίζεται στα νομίσματα θα ήταν σίγουρα κάποιος σημαντικός άρχοντας και θεός μαζί. [4]  Γιαυτόν τον βασιλιά-θεό μαζεύονταν άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της οικουμένης για να τον τιμήσουν. Ίσως εδώ να επιζεί αδρά κάποια θύμηση για το πανθεσσαλικό Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Φίλια, αλλά και το γεγονός πως στην περιοχή λατρεύονταν διάφορες σημαντικές θεότητες, ο Δίας μαζί με τον Ποσειδώνα [Κουέριο] και τον Ασκληπιό και είναι πολύ ενδιαφέρον πως πίσω κάποιος από αυτούς είναι ο βασιλιάς Λουκάς που αποκαλούσε τον εαυτό του θεό. Σε αυτό το σημείο όμως ο Εβλιγιά ως πιστός μουσουλμάνος εξανίσταται με αυτήν τη «βλασφημία».


Εικ. 3. Αργυρό νόμισμα Κιερίου (διόβολος). Στον εμπροσθότυπο εικονίζεται ο Δίας δαφνοστεφής και στον οπισθότυπο η Άρνη γονατιστή να παίζει με τους αστράγαλους. Circa 400-350 π.Χ. (Moustaka σ. 99, 16a. SNG Copenhagen 32).

Ωστόσο, την Άρνη δεν θα τη συναντήσει κανείς στη διήγηση αυτή που σχετίζεται με το Μοσχολούρι. Ο Εβλιγιά αναφέρει στο σημείο που περιγράφει την Ελασσόνα για μια βασιλοπούλα που συνδεόταν με συγγένεια αίματος με τον Μασκολόρ (Maşkolor) και τον προπάτορα τον Βασιλιά Λουκά, η οποία ονομαζόταν Αγιασόνια (Ayasonya).
«...η θυγατέρα του Βασιλιά Ρωμιανιά(Romanya), η Αγιασόνια, σαν γίνηκε βασίλισσα, ξανάχτισε την πόλη τούτη ομορφότερη, απ’ ότι ο πατέρας της, ο βασιλιάς Ρωμιανιά∙ γι’ αυτό και από το όνομά της, Αγιασόνια, το κάστρο το βγάλανε Ανασόνια και, σαν πέρασε στα χέρια των μουσουλμάνων, από το λάθος αυτό το βγάλανε πάλι λαθεμένα Αλασόνια (Alasonya)....».

Κάπου εδώ φαίνεται μια σύγχυση στη διήγηση του Εβλιγιά. Πιθανόν να μπέρδεψε τις σημειώσεις του; Σίγουρα όμως όχι εσκεμμένα, και ίσως πολύ περισσότερο γιατί πέρα από τις «ιστορικές» εξηγήσεις που προσπαθεί να δώσει και την προσπάθεια ετυμολόγησης των τοπωνυμίων, η σύνδεση ανάμεσα στον Maşkolor και την Ayasonya, έχει να κάνει με το γεγονός πως το Μοσχολούρι με την Ελασσόνα συνδέονταν με κάτι ακόμα κοινό: τα φημισμένα παζάρια τους που πραγματοποιούνταν περίπου την ίδια εποχή του χρόνου. Ο Εβλιγιά θέλοντας να συνδέσει αυτά τα δυο σημαντικά γεγονότα με τις δυο πόλεις χρησιμοποίησε τον ίδιο μύθο για να εξηγήσει τα παζάρια που συνάντησε στον θεσσαλικό χώρο. Ίσως πάλι στην Ελασσόνα να άκουσε παρόμοιες διηγήσεις, αλλά όπως προειπώθηκε ο ίδιος δεν γράφει ιστορία, ούτε καταγράφει κι ερευνά την αρχαία ελληνική μυθολογία και ιστορία. Όπως και για άλλα μέρη που επισκέφτηκε παραθέτει διάφορες παραδοξολογίες και παραδόσεις, οι οποίες εμπεριέχουν πυρήνες ή ψιχία ιστορικής αλήθειας.
Πόσες παρεκβάσεις και ανακρίβειες δεν συναντά κανείς στα διάφορα περιηγητικά και ταξιδιωτικά κείμενα, τότε, αλλά και σήμερα; Πάντα όμως εκφράζουν εκείνον που τα έγραψε και αναδεικνύουν εκείνα που άκουσε και είδε, τον τρόπο που τα είδε και τι θέλει να μοιραστεί με τους αναγνώστες του. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως διασώθηκε μια παράδοση για το πως έβλεπαν οι κάτοικοι της περιοχής το προγονικό παρελθόν τους. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί μέσα από μια διαφορετική πολιτισμική οπτική την κατέγραψε και μας την παρέδωσε.      


Σημειώσεις:
[1] Όπως επισημαίνει ο Ι. Κακριδής «... τα χτίσματα που είχαν υψώσει οι αρχαίοι Έλληνες, αυτά πώς να ξεχαστούν; Όσο και να τα είχαν δαμάσει ο χρόνος και οι άνθρωποι, οι γενεές των Ελλήνων τα έβλεπαν μπροστά τους κάθε μέρα, κάστρα και ναούς και τείχη. Σε κάθε μεριά της ελληνικής γης αντίκριζαν παλαιικά χτίρια, όπου οι πέτρες, πελώριες, μονοκόμματες, ασήκωτες, υψώνονταν ακουμπώντας η μια πάνω στην άλλη χωρίς συγκολλητική ύλη. Και όταν ο χωρικός όργωνε το χωράφι του, συχνά τύχαινε να ξεχώσει μαρμαρένιες πλάκες με γράμματα αδιάβαστα, ή και τάφους, όπου, έξω από το σκέλεθρο του νεκρού, στοιβάζονταν αγγεία και όπλα και εργαλεία, όλα παράξενα και πρωτόφαντα....» Ι. Κακριδής , Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Μ.Ι.Ε.Τ. 1997, σ. 14-15.

[2] Ενδεικτικά αναφέρουμε τον  ιστορικό Αl-Masʿūdī (896- 956), ο οποίος πρώτος έγραψε μια παγκόσμια ιστορία από γεννήσεως κόσμου με τον τίτλο «Ορυχείο χρυσού και των πολύτιμων λίθων» και έχει χαρακτηρισθεί ως ο άραβας Ηρόδοτος.

[3] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Mahmud Efendi, ιεροδικαστής στην Αθήνα, που έγραψε το 1738 την ιστορία των Αθηνών με τον τίτλο «Tarih-i Medinetü’l Hukemâ» (Ιστορία της πόλης των Φιλοσόφων) βασισμένος σε ιστορικά συγγράμματα που διαφυλάσσονταν στην Μονή Καισαριανής και σε συνεργασία με τους εκεί μοναχούς. Το μοναδικό αντίγραφο διασώζεται σήμερα στο Παλάτι του Topkapı Palace.  Είναι χαρακτηριστικό πως και ο ίδιος, μολονότι αρκετά πιο ακριβολόγος από τον Εβλιγιά, αποδίδει τα ονόματα με "ιδιαίτερο" τρόπο: λχ. αναφέρει το Θησέα ως «Seseya». Βλ. Gülçin Tunalı Koç, Osmanlı Atinası ve Düşünce Tarihi Ekseninde Kadı Mahmud Efendi’nin Tarih-i Medinetü’l- Hukemâ Adlı Eseri, DÎVÂN İlmî Araştırmalarsy. 20 (2006/1), σσ. 169-184

[4]Μια ανάλογη διήγηση με αρκετές όμως διαφοροποιήσεις αναφέρει ο Εβλιγιά για τις Σέρρες. Εβλιά Τσελεμπή, Ταξίδι στην Ελλάδα (μετφρ. Ν. Χειλαδάκης), Εκάτη 1991, σ.77.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

•Heath W. Lowry, In the Footsteps of Evliya Çelebi. Bahçesehir Üniversitesi Yayinlari, Istanbul 2012
 Orhan Şaik Gökyay (επιμ.), Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Κωνσταντινούπολη: Yapı Kredi Yayınları 1996. [Το πρωτότυπο κείμενο σε κριτική έκδοση]
•Θεόδωρος Παλιούγκας, Η Θεσσαλία στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1688). [Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια]. Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Λάρισα 2001, σ.22,89.
 •Νίκος Καραφύλλης, Το Μοσχολούρι διηγείται τη δόξα του. Ιστορική και λαογραφική αναφορά. Μοσχολούρι 2005

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

O ευγενής στον ιερό ναό


Έφτασε λοιπόν ο ευγενής στον ιερό ναό κι απέδωσε τιμές στο μάρτυρα με την καθιερωμένη γονυκλισία, κι από το πλήθος ήρθε η επιδοκιμασία, που συνηθίζεται να συνοδεύει την εμφάνιση του ηγεμόνα•στάθηκε στην καθιερωμένη θέση του και κάλεσε τον αρχιερέα να έλθει δίπλα του, όπως έχει καθιερωθεί κι αυτό σύμφωνα με τους κανόνες ή τα έθιμα.
Τότε λοιπόν η aκολουθία τελέστηκε με απόλυτη ακρίβεια- όπως ήταν φυσικό, μια και υπήρχαν τέτοιοι παρατηρητές- κι ακούγονταν πιο θεϊκές οι ψαλμωδίες με τάξη και ρυθμό και έντεχνη εναλλαγή για περισσότερη χάρη. Και δεν έψελναν ύμνους μόνο οι άντρες, αλλά και οι όσιες και μοναχές γυναίκες, που βρίσκονταν κάπου στη αριστερή πτέρυγα του ναού, χωρισμένες και αυτές σε δυο εναρμόνιους χορούς, τιμούσαν με τον καθιερωμένο τρόπο τον μάρτυρα. Κι όταν η τελετή και οι καθιερωμένες τιμές έφτασαν στο τέλος τους, προσκυνήσαμε κι εμείς όπως ταίριαζε, ζητήσαμε από το Μάρτυρα να διευκολύνει την επιστροφή μας, βγήκαμε από το ναό μαζί με όλο τον κόσμο και το δούκα και γυρίσαμε στο κατάλυμά μας.

Τιμαρίων. Ένα Ταξίδι απο την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. [Μετάφραση-σχόλια: Π. Βλαχάκος], Ζήτρος 2001, σ.69/71.



Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα

Μονάκριβο τον είχαν. Και δε του χάλαγαν χατίρια. Ό,τι ήθελε ο μοναχογιός.
Στο σχολείο τον έστελναν, αλλά εκείνου το μυαλό του βρισκόταν πάντα κάπου αλλού. Δεν είχε όρεξη για γράμματα, αλλά κι αυτό δεν ήταν κάτι το κακό. Τα πρόβατα, οι ελιές και τα καπνά ήθελαν χέρια. Κι αυτά δεν περίσσευαν τότε. Από μικρός είχε μια καραμπίνα και το δικό του λαγόσκυλο, τη Λίζα, κι ακολουθούσε τις παρέες των μεγάλων που πήγαιναν για κυνήγι. Τον έπαιρναν όμως μαζί τους γιατί είχε υπομονή στο καρτέρι, είχε καλή σκύλα και ήταν πρώτος στο σημάδι. "Με το παιδί θα πας για κυνήγι;" ρώτησε την πρώτη φορά η μάνα μου τον πατέρα κι έμεινε πήρε απάντηση όταν γύρισαν πίσω με δυο λαγούς.
Εκείνα τα χρόνια μεγάλωνα μόνος κι εγώ, ο χαϊδεμένος των συνάδελφων στο Σταθμό που μέναμε. Συχνά πηγαίναμε σε σπίτια φίλων σε κάποιο από τα κοντινά χωριά. Δε με πείραζε αν ήταν μεγάλοι, δεν γκρίνιαζα αν δεν είχαν όλοι στα σπίτια τους συνομήλικα παιδιά για να παίξουμε. Μου άρεσε να τους ακούω να μιλάνε στο τραπέζι, όταν δεν τριγυρνούσα στα κοτέτσια και τα μαντριά, τις αποθήκες με την κάδη, τα κρασοβάρελα και τα πασταλιασμένα καπνά, η μυρωδιά από το τσίπουρο, το κρασί και τον καπνό σε κάτι τσιγάρα που έφτιαχναν με ροζ χαρτάκια. Εξάλλου, ήξερα πως στο σπίτι με περίμενε πάντα η δική μου παρέα. Περνούσαμε ώρες μαζί. Πρωί πρωί θα πήγαινα να δω πως κοιμήθηκε και να πω καλημέρα. Από κοντά έσερνα αυτοκινητάκια δεμένα με ένα σπάγκο και τα έβαζα δίπλα-δίπλα. Καθόμασταν δίπλα δίπλα και μετρούσαμε τα αυτοκίνητα και τις νταλίκες που περνούσαν στην εθνική, μερικές από δαύτες που μας ήξεραν οι οδηγοί, μας χαιρετούσαν πατώντας συνθηματικά την κόρνα κι εμείς χοροπηδούσαμε. Μερικές φορές έλειπε. Μαζί με τον πατέρα πάντα έλειπαν και οι δυο. Προσπάθησα πολλές φορές να είμαι ξύπνιος όταν έφευγαν, μήπως και πήγαινα κι εγώ μαζί τους, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα. Απόμενε να περιμένω μέχρι να γυρίσουν. Ήξερα πως μόλις θα με έβλεπε από μακρυά θα άρχισε να χοροπηδά και να με χαιρετά. Πάντα έτσι έκανε κουνώντας την ουρά του, ο Ταρζάν.
Ένα απόγευμα, ήταν Σεπτέμβρης ακόμη, θα πηγαίναμε για να περάσουμε τη βραδιά μας στο σπίτι του μικρού κυνηγού. Τα σταφύλια είχαν τρυγηθεί κι ο μούστος είχε αρχίσει να βράζει στα βαρέλια, τα καπνά είχαν πάει πολύ καλά εκείνη τη χρονιά και ήταν καιρός να ξεκουραστούν λίγο πριν ξαναπάνε στις ελιές. Η μάνα είχε ετοιμάσει μια πίτα και την κουβαλούσαμε μαζί μας. Καθώς πλησιάζαμε από μακριά ακούγαμε φωνές. Σαν μάλωνε με την μάνα του. 
"Ποιος ξέρει τι να θέλει πάλι ο Χρηστάκης" είπε ο μπαμπάς. Όταν φτάσαμε τον βρήκαμε σκαρφαλωμένο πάνω στη σκεπή με την καραμπίνα. 
"Εγώ θα την πάρω, κι αν δεν την πάρω θα την κλέψω". 
"Βρε, παιδάκι μ', κατέβα κάτω". 
"Όχι. Αν δεν πάμε να την ζητήσουμε, εγώ δεν κατεβαίνω". 
"Βρε, τι να σε κάνω; Ακόμα δεν πήγες φαντάρος; Παντρειές θες από τώρα, από τα δεκαπέντε;
"Όχι. Ή θα τη ζητήσουμε, ή θα την κλέψω". 
"Κατέβα κάτω. Μας έκανες ρεζίλι σε όλο το χωριό". 
Αυτό που φοβόταν η μάνα του βέβαια δεν θα γινόταν ποτέ. Σε 'κείνο το χωριό ήταν συνήθειο να μικροπαντρεύονται από έρωτα και συχνά να κλέβονται δίχως την θέληση των γονιών, που κι εκείνοι βέβαια τα ίδια είχαν κάνει.
Ο μπαμπάς όμως τα ήξερε όλα. Του τα 'χε πει σε ένα κυνήγι. Η κοπελίτσα έμενε στο παραδιπλανό σπίτι και τα είχαν φτιάξει πριν λίγο καιρό, καθώς παστάλιαζαν τα καπνά. 
"Ευτυχώς που δεν τρυπήσατε τα δάχτυλα με τις βελόνες". 
"Αμ, το καταλαβαίνεις, όταν αγαπάς" είχε τελειώσει τότε εκείνη η κουβέντα, που το μάθαμε εκείνη τη βραδιά. Ο Χρήστος κατέβηκε από την σκεπή, καθίσαν οι μεγάλοι στο τραπέζι και η απόφαση βγήκε.  Εγώ έπαιζα με ένα μικρό λαγόσκυλο, τους άκουγα να μιλάν. Σε λίγο ήρθε κι ένας θείος από το παρακάτω σπίτι και συνέχισαν να μιλάνε. Σε λίγο είδα να βγαίνουν τσίπουρα και μεζέδες, κάτι έλεγαν "να μας ζήσουν" κι άκουσα και κάτι άλλο που δεν το πολυκαταλάβαινα, κάτι σαν "αβώνες". Το άλλο Σάββατο με 'ντύσαν με τα καλά μου και πήγαμε στους αβώνες. Κόσμος πολύς, μεγάλοι, μεγαλύτεροι, νέοι και μικροί.  Εμείς, μπροστά να βλέπουμε. Τον Χρήστο τον ήξερα, εκείνο το βράδυ γνώρισα και τη Λίτσα. Κάποιος κάτι έκανε και είδα να τους περνά κάτι στο δάχτυλο, σαν το δαχτυλίδι του μπαμπά και της μαμάς. Από κείνη τη βραδιά και μετά κάθε φορά που πηγαίναμε στους φίλους μας, μαζί μας ήταν και η Λίτσα, η αβωνιάρα.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάζαμε τα γενέθλιά μου. Η μάνα είχε ετοιμάσει μια μεγάλη τούρτα, πίτες και μεζέδες. Ο πατέρας είχε φέρει δυο νταμιτζάνες κρασί κι ένα μεγάλο κουτί τυλιγμένο. Το κρασί ήταν για τους καλεσμένους και το κουτί για μένα. Αλλά όλα θα άνοιγαν το Σάββατο το βράδυ.
Σάββατο μεσημέρι μπήκε το αρνί στη σούβλα κι εγώ στριφογύριζα μέχρι να έρθει το απόγευμα κι οι καλεμένοι. Πριν νυχτώσει πήγα στον Ταρζάν το κέρασμά του και του είπα συνθηματικά
"Εσύ με τη Λίζα του Χρήστου, κι εγώ θα μάθεις αύριο."
Οι καλεμένοι είχαν αρχίσει να έρχονται σιγά σιγά στον Σταθμό. Χρόνια πολλά, και κάθε παρέα από ένα πεσκέσι για την παρέα κι από 'να δωράκι για μένα. Όμως εγώ περίμενα μ' ανησυχία. "Τι να έχει το παιδί; Γιατί γυρνάει γύρω γύρω;" άκουσα τους δικούς μου. "Ο Κωστάκης με τη Βούλα δεν θα έρθουν;" ρώτησα."Έρχονται, έρχονται κι αυτοί. Ο Κωστάκης είχε μια δουλειά κι άργησαν λίγο". Μέχρι να έρθουν δεν είχα σταματήσει σε μια γωνιά. Με τη Βούλα, εκτός από τα παιχνίδια που κάναμε, είχαμε κι άλλα πολλά κοινά, όπως και οι γονείς μας. Το βασικό όμως ήταν ένα, η αναφαγιά. Κανένα μας δεν έτρωγε και οι μανάδες μας μας κυνηγούσαν από άκρη σε άκρη για να μας ταΐσουν, κακό του κεφαλιού τους βέβαια, γιατί εγώ είχα τον Ταρζάν και η Βούλα τις γάτες και τα κουνέλια της. Καμιά φορά μας μοίραζαν και από ένα κουταλάκι σιρόπι, ορεκτικό το έλεγαν, αλλά είχαμε τον δικό μας τρόπο να το φτύνουμε χωρίς να μας καταλαβαίνουν. Όταν είδα τη Βούλα έλαμψαν τα πάντα.
Κάποια στιγμή ήρθε και η τούρτα με τα πέντε κεράκια. Όλοι κάνανε ένα γύρο και με βάλανε στη μέση για να σβήσω τα κεράκια. Ένας, δε θυμάμαι ποιος, είχε φέρει μαζί του και μια φωτογραφική μηχανή και στήθηκαν για τη φωτογραφία. Το τραπέζι όμως ψηλό κι εγώ μια σταλιά. Αμέσως έφεραν μια καρέκλα για να ανέβω απάνω και να φαίνομαι. Όταν την είδα αρνιόμουνα να ανέβω. Είχαν αρχίσει όλοι να με παρακαλάνε, αλλά εγώ συνέχισα να αρνιέμαι. 
"Όχι. Εγώ θέλω δυο καρέκλες." 
"Δυο; Ε, να του βάλουμε δυο, να δούμε τι θέλει να κάνει". Μόλις ήρθε κι η δεύτερη καρέκλα στηθήκαν πάλι όλοι λίγο παραξενεμένοι για τη φωτογραφία. Άρχισαν λοιπόν να λένε το τραγουδάκι και μόλις φτάσανε στο "...να ένας σοφός" η απόλυτη σιωπή. Ο φωτογράφος περίμενε να βγάλει τη φωτογραφία. "Έλα, Βούλα στην καρέκλα. Είσαι η αβωνιάρα μου". 
Το γλέντι που ακολούθησε ήταν διπλό, όπως και διπλός και δίπλα δίπλα με τη Βούλα σβήσαμε τα κεράκια. Την επόμενη πήγα στον Ταρζάν και του τα είπα όλα. Όπως είχα εγώ αβωνιάρα κι ήταν καιρός να κάνει αβωνιάρα του τη Λίζα.      
Ο χειμώνας πέρασε με την αβωνιάρα να σχεδιάζουμε το δικό μας σπιτικό δίπλα στα κουνέλια και στο σπιτάκι του Ταρζάν. Είχαμε αποφασίσει να μέναμε στην αποθήκη δίπλα στα βαρέλια με το λάδι.

Μια μέρα ένας κύριος ήρθε στον μπαμπά και σοβαρός σοβαρός κάτι του είπε. Σε λίγο ήρθε και μας είπε λίγο χαρούμενος, λίγο λυπημένος πως πήρε "αγωγή" και θα φεύγαμε για μια μεγάλη πόλη. 
"Κι η αβωνιάρα; Θα μείνει μόνη της. Θέλω και την αβωνιάρα και τον Ταρζάν μαζί μας εκεί που θα πάμε" κι έφυγα κλαίγοντας.


Ο Ταρζάν πήγε στο χωριό κι η αβωνιάρα έμεινε πίσω. Τον Ταρζάν τον έβλεπα στις διακοπές, όταν ανεβαίναμε στο χωριό και πάντα τον παρηγορούσα που έχασε τη Λίζα. Με την αβωνιάρα συναντιόμασταν όταν πηγαίναμε εμείς στο χωριό της κι όταν έρχονταν με τους γονείς της στην πόλη. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε κι έκανε ο καθένας την οικογένειά του. Ακόμα και τώρα όμως όταν συναντιόμαστε θα χαιρετηθούμε "Γειά σου, ρε αβωνιάρα..." "έλα, αβωνιάρη μ'".
Μόνο που όταν κάποιο καλοκαίρι στο χωριό βρήκα το σπιτάκι του Ταρζάν αδειανό και την αλυσίδα του στο πάτωμα, αποφάσισα πως αυτό το όνομα ήταν αποκλειστικά δικό του.      


Οι "Κυνοκέφαλοι" συμμετέχουν στο αφιέρωμα "Η πρώτη Αγάπη"
μαζί με τα παρακάτω ιστολόγια:

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Χώμα, νερό και φωτιά

Προσμένοντας. Άλλος θα σε κοιτάξει, άλλος θα σε προσπεράσει, άλλος θα σε κλωτσήσει. Με ποια περισσή αλαζονεία θέλεις να ξεπροβάλλεις ξανά μέσα από το παρελθόν; Ίσως δειλά να ήθελες να ξαναδείς το φως του ήλιου. Είναι όμως πόθος πικρός το φως του ήλιου, πόθος και πληγή μαζί το φως της σελήνης. Με τέτοιους πόθους  θα παραμένεις όμως πάντα ένα όστρακο. Αστρωματογράφητο. Αχρονολόγητο. Αδιάγνωστο. Με όλες τις στερήσεις και τις ευκολίες που προσφέρει το άλφα της λογικής.
Κι όμως ήσουνα κάποτε κάτι. Χώμα, νερό και φωτιά, όλα μαζί ένα, με ιδρώτα και χάδι, χέρια και μάτια πλασμένα. Το πρώτο σχήμα στροβίλιζε πάνω σε ένα τροχό. Κι από το άμορφο, μορφή. Τώρα λειασμένο από την μανία και το χάδι της θάλασσας και του χρόνου. Σβησμένες γωνίες, ανάγλυφες και αλμυρές οι μνήμες, χρόνια πια σκεπασμένο από την άμμο και το νερό.
Έχει σημασία το πρώτο σχήμα; Μόνο το πως ενώθηκε χώμα, νερό και φωτιά. Όλα από το χώμα ξεκινούν, πάνω του περπατούν κι εκεί ξαναπηγαίνουν. Ο ιδρώτας και τα δάκρυα αθάνατο κι αμίλητο νερό, αλμυρά και τα δυο. Φωτιά η αιωνιότητα που κορώνει με ονόματα κι αισθήματα ξεχασμένα,κοινά και επαναλαμβανόμενα, με πρόσωπα μοναδικά.
Κι όμως είσαι ακόμα κάτι. Μιλάς για πολλά πράγματα, αλλοτινές και συγκαιρινές ιστορίες, για παλάμες και χέρια που αντάμωσαν και 'σφίξαν άλλα χέρια, για μάτια που βυθίστηκαν σε άλλα μάτια.

Μόνο που για ν' ακούσεις αυτές τις ιστορίες πρέπει να κοιτάζεις και κάτω, εκεί που έλαχε να πατάς. Και ψηλά, εκεί που θες να πετάς.


Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

"Γειά σου, ρε Βιετνάμ!"


Περπατά στους δρόμους της πόλης καθημερινά. Τα χέρια άλλοτε ακολουθούν το σώμα με ρυθμό κι άλλοτε όχι. Με ένα άσπρο καπέλο πάντα και μια μεγάλη άσπρη τσάντα.Ξανθιά μάλλον στα πολύ νιάτα της. Τώρα πάντα ντυμένη στα πορτοκαλί, χειμώνα καλοκαίρι.Προβάλλει κάθε πρωί, την ίδια σχεδόν ώρα από τον πίσω δρόμο, με ζέστη και με κρύο. Τη βλέπω πίνοντας τον πρωινό καφέ από το παράθυρο της κουζίνας. Πρέπει να μένει κάπου στη γειτονιά μας.
Ξέρω πως θα την συναντήσω μόλις κατέβω κάτω. Κι αν όχι στο δρόμο, έξω από τον φούρνο, το φαρμακείο, το μανάβικο ή να κάθεται στο καφενείο και να απολαμβάνει τον καφέ της μόνη καπνίζοντας. Πάντα ντυμένη στα πορτοκαλί και να γελάει. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς αν θα την προσπεράσεις. Θα καλημερίσει, θα χαιρετήσει, θα σε φωνάξει από τον απέναντι δρόμο κουνώντας ρυθμικά τα χέρια. Μόνο μια φορά άμα της πεις καλημέρα, σκύβει ελαφρά κάνοντας υπόκλιση και συνεχίζει. Σίγουρα ξέρει τι σημαίνει για εκείνη η καλημέρα.
"Γειά σου, Βιετνάμ" μου 'πε μια μέρα. Από τότε έτσι με χαιρετά, όπου κι αν με βρει.  Κάπως πρέπει να τον λένε τον άλλον που του λες καλημέρα. Την ονόμασα κι εγώ Φρίντα, άγνωστο γιατί, κι ας μη τη φώναξα ποτέ έτσι. Ελάχιστη σημασία έχει πως τη λένε πραγματικά, ίσως ακόμη και αυτοί που την ξέρουν πιο καλά να μην τη φωνάζουν καν με το όνομά της πια. Είναι γνωστό πως με τέσσερα γράμματα επίθετο ξεμπερδεύεις με αυτήν μια και καλή. Κι ας μην τη λένε Φρίντα, μπορεί να τη λέγαν Μαρία, Ελπίδα, Ελένη ή όπως αλλιώς, όπως και μένα δε με λένε Βιετνάμ, αλλά αφού έτσι θέλει να με φωνάζει, ας το κάνει. Πάντα ο κόσμος του άλλου πρέπει να είναι σεβαστός. 
Την περασμένη Κυριακή ο ήλιος καυτός από το πρωί. Τη βρήκα να κάθεται σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζάκι που πουλά εφημερίδες και τσιγάρα. Έσβηνε τη δίψα της, ποιος ξέρει και τι άλλο, σε ένα μικρό μπουκάλι με νερό χαιρετώντας τον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε. Σε όλους χαμογελαστή που με ειρωνεία, ή με ενόχληση την προσπερνούσαν. 
"Ό,τι πάρει ο κύριος, από μένα κερασμένα" είπε μόλις με είδε χαμογελαστή και χαιρετηθήκαμε. Άλλο περίμενα ν' ακούσω, αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά τι πειράζει; Όταν βγήκα έξω με τις εφημερίδες στο χέρι, είχε ανάψει τσιγάρο. "Γειά σου, ρε Βιετνάμ!" μου είπε γελώντας και κουνώντας ρυθμικά το χέρι με το τσιγάρο να σιγοκαίει τα ακροδάχτυλα.
Κάποιος δίπλα κοίταζε με απέχθεια. 

   

  

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

γρηγόρης στ. είπε...

Τα προσωπικά κείμενα σύμφωνα με τους άγραπτους κανόνες της ιστολογικής ορθότητας οφείλουν να είναι διανθισμένα με πολυσύνθετους νεολογισμούς και θεματολογία που να εκφράζει αυτή την απαρέσκεια από την αέναη ομφαλοσκόπηση, την υπό αφύπνιση επαναστατικότητα της γειτόνισσας σε αντίθεση με την εν υπνώσει αδιαφορία του γείτονα, την έντονη καταδίκη της όποιας τετραμελούς οικογένειας που χαλά αυθύπαρκτα τη γραφικότητα στην μέχρι πέρυσι εναλλακτική ακρογυαλιά που οι μυημένοι απολαμβάνουν αραγμένοι πάνω σε κάποιο πληκτρολόγιο και τέλος τα πανηγύρια που όλα καλά και όμορφα, αλλά πόσο με χαλάει η πλαστική καρέκλα και τέλος πάντων κάτι από τους ενδιαφέροντες τοις πάσι θεματικούς κύκλους. Είθισται τα έγκριτα και δημοφιλή κείμενα[1] να συγκεντρώνουν πολλά σχόλια σε μακριά νήματα κάτι σαν τις ουρές των μεγάλων εξόδων στην Εθνική Οδό Π.Α.Θ.Ε. και ο κάθε ιστολόγος, αν θέλει να λογίζεται ως υπεύθυνος και σοβαρός, πρέπει ως τροχονόμος να ρυθμίζει την κυκλοφορία δίνοντας την απαραίτητη προτεραιότητα στους οδηγούς των μεγάλου κυβισμού ιστολογικών οχημάτων. Βέβαια, είναι αλήθεια πως στο κάθε ιστολόγιο τον τόνο δίνει ο οικοδεσπότης, αλλά και οι μουσαφιραίοι σχολιαστές αναγνώστες, μόνιμοι, πρόσκαιροι και τυχαίοι, «επώνυμοι» και λιγότερο γνωστοί.

Το 2010 ο Γιώργος * ανέβασε μια ανάρτηση, όταν η κοκόνα έσβηνε το πρώτο της κεράκι, -κι ενώ ο Γιάννης είχε σβήσει το δεύτερο δυο μήνες πριν -, αλλά αυτό δεν έχει σημασία για τους πολλούς, όπως και δεν είναι γνωστό. Βέβαια τα γενέθλια είναι ένα γεγονός, [επέτειος είναι, αλλά η επέτειος παραπέμπει αλλού, σε γάμους, επαναστάσεις κλπ], που αφορά στη συγκεκριμένη στιγμή μάλλον δυο πατεράδες, οι οποίοι δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους, και δυο οικογένειες με τους παππούδες και τις γιαγιάδες οι οποίες επίσης δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους. Μια τέτοια, λοιπόν, ανάρτηση και μάλιστα για γενέθλια, από πρώτης άποψης δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τίποτε περισσότερο από ένα γεγονός εντελώς προσωπικό, το οποίο κάποιοι πιθανόν θα το αντιμετώπιζαν  και αδιάφορα. Ίσως δε θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από ένα προσωπικό κείμενο, και μάλλον ελαφρύ, ανάλαφρο όπως ευγενικά θα αποκαλούταν από τους επαΐοντες του καθωσπρεπικού ιστολογείν.
Η ανάρτηση αυτή από ιστορικής πλευράς μάλλον δεν προσφέρεται για αξιοποίηση [ή και μπορεί στο μέλλον, όλο και καινούρια ρεύματα εμφανίζονται], από λογοτεχνικής άποψης δεν χαρακτηρίζεται από τον απαιτούμενο -ισμό που πρέπει να διέπει τέτοια κείμενα, αλλά σε μια διακειμενική ανάγνωση σίγουρα οι επαναγνώσεις πολλά μπορεί να επισημάνουν]. Πιθανόν να ανίχνευεται  κάποιο rites des passage και η κατά φύλα διαμορφούμενη και εξελισσόμενη μεταμνημονιακή κοινωνική συγκρότηση. Αλλά θέλει τρεις και τέσσερις αναγνώσεις και παραπέρα αναλύσεις αυτό.
Ένα κείμενο για τα γενέθλια και πως γιορτάστηκαν σε κάποιο σπίτι, κάπου στην Αθήνα και γράφει γιαυτά ο ευτυχής πατέρας. Σίγουρα δεν αποτελεί με τη πρώτη βιαστική ανάγνωση, ίσως τη δεύτερη και την τρίτη που εμβαθύνεις, ένα πολιτικό κείμενο. [Βέβαια υπάρχει κι ένας σύνδεσμος κάπου εκεί μέσα στο κείμενο που οδηγεί σε έναν κόκκινο φάκελο και μια πικρή αλήθεια.]
Κάποιος ίσως  να εντόπιζε πως ο Γιώργος εκδήλωνε την ιδεολογική μεταστροφή  του με την αποδοχή της ροζ αυτοκρατορίας κι εύκολα να τον χαρακτήριζε συστημικό με αφορμή αυτό το κείμενο. Εξάλλου κι αυτή η ανάρτηση, όπως και σχεδόν όλα τα προσωπικά κείμενα, συχνά στην κατηγορία «επί προσωπικού» που μιλάνε για τη βιωμένη χαρά και την αισιόδοξη πλευρά της ζωής, για οικογενειακές συνάξεις, μόνο πολιτικά δεν χαρακτηρίζονται. Είπαμε όμως από ποιους... Ας τους προσπεράσουμε κι ας προχωρήσουμε μπροστά.[2]

Τα παιδικά καλοκαίρια, τα τραγούδια και οι χοροί που στήνονται στην κουζίνα του κατσαμακέικου με αφορμή χαρούμενα αλλά και λυπητερά γεγονότα, οι ερωταποκρίσεις πατέρα και γιου, οι τσαχπινιές της κόρης και όσα άλλα «παιγνίδια πάνω στην κουβέρτα» πιθανόν εντοπίζουν οι συστηματικοί αναγνώστες του, αποτελούν άραγε εκφράσεις κάθαρης πολιτικής σκέψης και στάσης;[3] «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια» λέει ο Γ. Σαραντάρης κι αυτή είναι η πιο βαθιά και μεστή σε νόημα πολιτική δήλωση. Από ΄κει κατάγεται  κι ο Γιώργος, όποιος και όποια θέλει να καβαλήσει το μηχανάκι των εφηβικών χρόνων και να φύγει.

Και σ’ αυτό δε δέχομαι καμιά αντίρρηση.

*γνωστός και ως Βιβλιοθηκάριος ή Αφιερωματολόγος
[1] Τα νυν και αεί χριστουγεννιάτικα κειμενόδεντρα με πολλαπλές σειρές φωτάκια από like και share δύσκολα καθιερώνονται, εύκολα όμως αποκαθηλώνονται.
[2] Οι ευσχημόνως και ευδιακρίτως αντισυστημικοί και οι επί παντός επιστητού αδολεσχούντες ελεύθερα ας συνωστίζονται όπου θέλουν σε άλλους καφενέδες.
[3] Το ερώτημα όπως θα το έθετε η σχολή κριτικής ανάλυσης κειμένων και ο σ. Ασπρίκος, δρ. παπαδιαμαντολόγος.




με το κείμενο αυτό συμμετέχουμε στις εορταστικές εκδηλώσεις Κατσαμάκεια 2013 που διοργανώνονται με αφορμή τα γενέθλια του εκλεκτού μας φίλου.



στο αφιέρωμα συμμετέχουν:ερυθρό καγκουρώDeva Aleemaσελιτσάνοςkizil kumαναγεννημένηο και χρέη ταμία εκπληρών silentcrossing, το κόκκινο μπαλόνι, Εξεγερμένο το 2009το καγκουρώτο σημειωματάριοη Ντίνα Βιτζηλαίουη nefosis και το roubinakiMη Πολυάννα, τα κουπέπκια, το ψαροκόκκαλοο μούργος (που είπε πως δε με ξέρει ευκαιρία να γνωριστούμε), η Anna Siliaο ήχος του ανέμου / Εύη Βουλγαράκη, ο -αυτός που να ΄ξερες τι θα σου ετοιμάσουμε κάποια μέρα- Δύτης των Νιπτήρων και φυσικά ο Γραμματεύς Τσαλαπετεινός.


Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount