Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Η (οικονομική) προσφορά στην πατρίδα

Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: Ο ντροβάς με τον παρά κρεμιόταν στα χατίλια*


-Έλλην Κυβερνήτης :“Κάθε μέρα συναντάω στον δρόμο ανθρώπους του ενός μισθού που είναι διατεθειμένοι να τον προσφέρουν για την πατρίδα”


-Στρατηγός Μακρυγιάννης : "Αν µας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόµαστε, θα περικαλούσαµε τον Θεόν να µας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο-να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιµία, αρετή και τιµιότη. Αυτά λείπουν απ' όλους εµάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβοµεν, από υποστατικά δεν της αφήσαµεν τίποτας, σε 'πηρεσίαν να µπούµεν, ένα βάνοµεν εις το ταµείον, δέκα κλέβοµεν. Αγοράζοµεν πρόσοδες, τις τρώµεν όλες. Χρωστούν εις το Ταµείον δεκοχτώ-'κατοµµύρια ο ένας κι' ο άλλος• ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες-χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες-πενήντα -όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταµίας ο Φίτζιος -τρακόσες-πενήντα του λείπουν από το ταµείον• κι' ακόµα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόµα. Το-ίδιο ντογάνες κι' άλλα. Τέτοιοι µπαίνουν εις τα πράµατα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. ∆ύσκολο είναι ο τίµιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι' αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία- γεµίσαµεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες. Οι δανεισταί µας ζητούν τα χρήµατά τους, λεπτό δεν τους δίνοµεν από αυτά -κάνουν επέβασιν εις τα πράµατά µας. Και ποτές δεν βρίσκοµεν ίσιον δρόµον. Πως θα σωθούµεν "εµείς µ' αυτά και να σκηµατιστούµεν εις την κοινωνίαν του κόσµου ως άνθρωποι;" Ο Θεός ας κάµη το έλεός του να µας γλυτώση από τον µεγάλον γκρεµνόν οπού τρέχοµεν να τζακιστούµεν."


-Χορός: "Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε – είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό ‘δε; ποιος μας
το ‘πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ’ απ’ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη,
απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη, ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους
χτύπους. (Γ. Ρίτσος)


*Χατίλια: Οι ξυλόδεσμοι που ζώνουν το πετρόκτιστο κτίριο, δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο στις γωνίες, αλλά εδράζεται ο ένας στον άλλο κι αφήνουν τις άκρες των ξύλων τους ορατές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount